- αντιδάνειος
- -α, -ο1. αυτός που εισάγεται από κάπου όπου προηγουμένως είχε εξαχθεῑ2. το ουδ. ως ουσ. το αντιδάνειογλωσσ. λέξη ή στοιχείο γλώσσας που, αφού εισαχθεί σε άλλη γλώσσα ως δάνειο, επιστρέφει στην πρώτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυτταραιμία — και κυταιμία, η η μη φυσιολογική παρουσία κυττάρων στο αίμα, τα οποία μπορεί να προέρχονται από έναν άλλο ιστό, φυσιολογικό ή παθολογικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταραιμία είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytemie < cyt(o)… … Dictionary of Greek
νανο- — 1) πρόθεμα το οποίο, όταν τίθεται πριν από όνομα μονάδων μέτρησης, τίς διαιρεί με ένα δισεκατομμύριο, πρβλ. νανογραμμάριο, νανοδευτερόλεπτο, νανόμετρο 2. πρόθεμα που προσδίδει την σημασία τού μικροσκοπικού στο β συνθετικό, πρβλ. νανοαπολίθωμα.… … Dictionary of Greek
νεφέλιο(ν) — το (Α νεφέλιον) υποκορ. 1. μικρό σύννεφο, συννεφάκι 2. αιωρούμενο ίζημα τών ούρων 3. ιατρ. ελαφρά θολερότητα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού που οφείλεται σε λεπτή ουλή νεοελλ. 1. χημικό στοιχείο, ανύπαρκτο στη Γη, τού οποίου η ύπαρξη στο διάστημα… … Dictionary of Greek
νεφελίς — η (Α νεφελίς) νεοελλ. ζωολ. γένος δακτυλιοσκωλήκων αρχ. νεφέλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επίθημα ίς. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. στη ζωολ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. nephelis] … Dictionary of Greek
ορθοπυρόξενος — ο (ορυκτ.) περιληπτική ονομασία μελών μιας σειράς πολύ διαδεδομένων πυριτικών ορυκτών τα οποία ανήκουν στην ομάδα τών πυροξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος επιστημον. όρος, πρβλ. αγγλ. orthopyroxene (< ορθός + πυρόξενος)] … Dictionary of Greek
πελεκυφόρος — ο / πελεκυφόρος, ον και πελεκοφόρος, ὁ και πελεκηφόρος, ὁ, ΝΜΑ οπλισμένος με πέλεκυ νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η πελεκυφόρος είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + φόρος*. Ο νεοελλ. τ. πελεκυφόρα είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. pelecyphora] … Dictionary of Greek
περίτριχος — η, ο, Ν 1. (για βακτήρια) αυτός που έχει ομοιόμορφη κατανομή τών μαστιγίων σε ολόκληρη την επιφάνεια τού κυττάρου 2. (για πρωτόζωα) αυτός που έχει βλεφαρίδες διατεταγμένες σπειροειδώς γύρω από την περιστοματική ζώνη 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
πικρίδα — η / πικρίς, ίδος, ΝΜΑ γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα, γνωστό παλαιότερα με την ονομασία αγιόσηρις, με 40 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή τέσσερα, με γνωστότερο το είδος που φέρει την κοινή… … Dictionary of Greek
πιπερώδης — ες, Ν 1. αυτός που περιέχει πολύ πιπέρι, πολύ κοφτερός 2. (γενικά) ο καυστικός ως προς τη γεύση 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πιπερώδη βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 15 περίπου γένη και 3.000 περίπου είδη ποωδών ή… … Dictionary of Greek